- κακίζω
- κάκισα, κατηγορώ κάποιον, τον αποδοκιμάζω: Όλοι τον κακίζουν για τη στάση του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακίζω — abuse pres subj act 1st sg κακίζω abuse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίζω — κακίζω, κάκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη … Dictionary of Greek
κακίζετε — κακίζω abuse pres imperat act 2nd pl κακίζω abuse pres ind act 2nd pl κακίζω abuse imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίσουσιν — κακίζω abuse aor subj act 3rd pl (epic) κακίζω abuse fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κακίζω abuse fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίσω — κακίζω abuse aor subj act 1st sg κακίζω abuse fut ind act 1st sg κακίζω abuse aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιεῖ — κακίζω abuse fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κακίζω abuse fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιζομένων — κακίζω abuse pres part mp fem gen pl κακίζω abuse pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιζόμενον — κακίζω abuse pres part mp masc acc sg κακίζω abuse pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιζόντων — κακίζω abuse pres part act masc/neut gen pl κακίζω abuse pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)